- πρωτοκωμήτης
- ὁ, ΜΑΟ επικεφαλής τών κατοίκων κώμης, ο κοινοτάρχης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + κωμήτης (< κώμη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοκωμήτης — head man of a village masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοκωμήτου — πρωτοκωμήτης head man of a village masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοκωμήτῃ — πρωτοκωμήτης head man of a village masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπρωτοκωμήτης — ὁ, [πρωτοκωμήτης] αυτός που είναι πρωτοκωμήτης* μαζί με άλλον … Dictionary of Greek